τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
και φωνοκοπάω, Νφωνάζω αδιάκοπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].