φωνοκοπώ
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
και φωνοκοπάω, Ν
φωνάζω αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].