αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
και φωνοκοπάω, Ν
φωνάζω αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].