μητροκομώ
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
μητροκομῶ, -έω (Μ)
περιποιούμαι τη μητέρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κομῶ (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι») μέσω ενός αμάρτυρου τ. μητροκόμος (πρβλ. γηροκομώ)].