φωτολαμπής
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ές, blazing with light, κλίμακες Zos.Alch.p.108 B.
German (Pape)
[Seite 1323] ές, lichtglänzend, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
φωτολαμπής: -ές, ὁ λάμπων ἐκ τοῦ φωτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8802.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που λάμπει από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυριλαμπής, φλογολαμπής].