Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
και ῥιγόμαχος, ὁ, Α
αυτός που μάχεται κατά του ψύχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + -μάχης / -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. τειχομάχης, δορίμαχος].