χοιροτρόφος
From LSJ
ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χοιροτρόφος, η, Ν
άτομο που εκτρέφει χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ἱπποτρόφος, μηλοτρόφος].