χοιροτρόφος
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χοιροτρόφος, η, Ν
άτομο που εκτρέφει χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ἱπποτρόφος, μηλοτρόφος].