χοιροτρόφος

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χοιροτρόφος, η, Ν
άτομο που εκτρέφει χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ἱπποτρόφος, μηλοτρόφος].