ολίγανδρος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
ὀλίγανδρος, -ον (Α)
αυτός που παρουσιάζει ολιγανδρία, που έχει σπανιότητα ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. πολύανδρος].