μυόφορβος

From LSJ
Revision as of 10:29, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409

Greek Monolingual

μυόφορβος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που τρέφεται με ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόρβος (< φορβή < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. πολύφορβος].

Russian (Dvoretsky)

μυόφορβος: питающийся мышами Batr.