ομοστιχώ
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
ὁμοστιχῶ, -άω (Α)
βαδίζω μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι, συμβαδίζω στην ίδια σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στιχῶμαι (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. περιστιχώ].