ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
ὀστοφυής, -ές (Α)(σχετικά με ζώο) αυτός που έχει οστεώδη φύση ή ουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. χονδροφυής].