χονδροφυής

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδροφῠής Medium diacritics: χονδροφυής Low diacritics: χονδροφυής Capitals: ΧΟΝΔΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: chondrophyḗs Transliteration B: chondrophyēs Transliteration C: chondrofyis Beta Code: xondrofuh/s

English (LSJ)

χονδροφυές, cartilaginous, Matro Conv.27.

German (Pape)

[Seite 1364] ές, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, knorplig, ψῆττα Matro bei Ath. III, 135 b.

Greek (Liddell-Scott)

χονδροφυής: -ές, χονδρώδης, ἐκ χόνδρου συγκείμενος, Ἀθην. 135Β.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός του οποίου η σύσταση αποτελείται από χόνδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατοφυής, ὀδοντοφυής].