οστεογενής

From LSJ
Revision as of 10:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ὀστεογενής, -ές)
αυτός που διαπλάστηκε ή σύγκειται από οστά («οστεογενές σάρκωμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεογενές
ονομασία του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασογενής].