κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
-ές (ΑΜ ὁμοτελής, -ές)
αυτός που πληρώνει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, ισοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος»), πρβλ. ισοτελής].