ουρανοβάμων

From LSJ
Revision as of 10:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ οὐρανοβάμων, -ονος)
αυτός που περπατά στον ουρανό, που βρίσκεται πιο ψηλά από τα επίγεια («ὁ οὐρανοβάμων Παῡλος»)
νεοελλ.
μτφ. αιθεροβάμων, φαντασιοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων].