περίχαρος
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
Greek Monolingual
-η, -ο
1. περιχαρής, καταχαρούμενος
2. γεμάτος χάρη, χαριτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -χαρος (< χαρά), πρβλ. πρόσχαρος].