εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
και ροδοζυμωμένος, -η, -ο, Νροδόχρωμος, σαν να είναι ζυμωμένος με ρόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + ζυμωτός / ζυμωμένος (< ζυμώνω), πρβλ. καλοζύμωτος].