ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
και στερεωπός, -ή, -όν, Αστερεός, σταθερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στενωπός].