στρογγυλόπλευρος

Revision as of 11:36, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, round-sided, of an eel, Stratt. 44.

German (Pape)

[Seite 955] mit runden Seiten, an den Seiten rund, Strattis bei Ath. VII, 327 e.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλας πλευράς, ἐπὶ τῆς ἐγχέλεως, Στράττις ἐν «Φιλ.» 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για χέλι) αυτός που έχει στρογγυλές πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισόπλευρος].