πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
-έω, Ασεμνολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. φιλομυθῶ].