συνήλικος

From LSJ
Revision as of 11:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνήλικος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, συνομῆλιξ, ὑπό τινος συνηλίκου μειρακίου Βίος Ἠλίου Σπηλαιώτου ἐν Actt. SS. Sept. σ. 852, 21.

Greek Monolingual

-ον, Μ
συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ήλικος (< ἧλιξ, -ικος «ίσος, συνομήλικος»), πρβλ. ἰσήλικος].

German (Pape)

συνῆλιξ, NT.