συνήλικος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek (Liddell-Scott)
συνήλικος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, συνομῆλιξ, ὑπό τινος συνηλίκου μειρακίου Βίος Ἠλίου Σπηλαιώτου ἐν Actt. SS. Sept. σ. 852, 21.
Greek Monolingual
-ον, Μ
συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ήλικος (< ἧλιξ, -ικος «ίσος, συνομήλικος»), πρβλ. ἰσήλικος].