στηθοκοπούμαι
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, -έομαι, Ν
χτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -κοπούμαι / -κοπιέμαι (< -κόπος), πρβλ. ξυλοκοπούμαι].