υπερμαχώ
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
ὑπερμαχῶ, -έω, ΝΜΑ
μάχομαι υπέρ κάποιου, αγωνίζομαι για την προάσπιση κάποιου, υπερασπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. προμαχῶ].