υπέρκομπος

From LSJ
Revision as of 11:59, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κομπάζει υπέρμετρα, ο υπέρμετρα αλαζόνας
2. (για πράγμ.) έξοχος, εξαίρετος («αἱ δ' ὑπέρκομποι τάχει (νῆες)», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὑπερκόμπως Α
με ιδιαίτερα κομπαστικό, αλαζονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «χτύπος, θόρυβος»), πρβλ. πολύκομπος].