υπέρκομπος
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
-ον, Α
αυτός που κομπάζει υπέρμετρα, ο υπέρμετρα αλαζόνας
2. (για πράγμ.) έξοχος, εξαίρετος («αἱ δ' ὑπέρκομποι τάχει (νῆες)», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὑπερκόμπως Α
με ιδιαίτερα κομπαστικό, αλαζονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «χτύπος, θόρυβος»), πρβλ. πολύκομπος].