υπόγλωσσος
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑπόγλωττος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα
2. ο κάπως φλύαρος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττον
ονομασία δύο φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρόγλωσσος].
και αττ. τ. ὑπόγλωττος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα
2. ο κάπως φλύαρος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττον
ονομασία δύο φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρόγλωσσος].