υπερήνωρ
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, -ορος, ὁ, ἡ, Α
1. ὑπερηνορέων
2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντήνωρ].