χθονόπλαστος

Revision as of 12:05, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, formed of earth, Suid.

German (Pape)

[Seite 1355] von Erde gebildet, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χθονόπλαστος: -ον, ὁ ἐκ τῆς γῆς πλασθείς, γήϊνος, «χθονοπλάστου· ἀπὸ τῆς γῆς πλασθέντος» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πλαστεί από τη γη, γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -πλαστος (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. κηρόπλαστος].