Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
-ές, Ααυτός που έχει τριπλή λαμπρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. τετραυγής].