φιλοδοξία

Revision as of 14:13, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, love of fame or love of glory, SIG577.3 (Milet., iii/ii B. C.), Plb.3.104.1, 24.9.8; in bad sense, concern for one's reputation, Phld.Rh.1.139 S., al., Ph.2.5, al., Gal.15.450: pl., Plu.2.1050d.

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Ruhmliebe, Ehrliebe, Ehrsucht, Ehrbegierde, Pol. 26, 2,8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de la gloire, recherche de la renommée.
Étymologie: φιλόδοξος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοδοξία: ἡ тж. pl. славолюбие, честолюбие Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδοξία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὴν δόξαν ἢ τιμήν, Πολύβ. 3. 104, 1., 26. 2, 8· ― ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1050D.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόδοξος
η ιδιότητα του φιλόδοξου, ζωηρή επιθυμία για ανάδειξη και επικράτηση, για πρόσκτηση δόξας
νεοελλ.
1. ευγενική επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου, για την πραγμάτωση ενός υψηλού στόχου («έχει την φιλοδοξία να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην πατρίδα του»)
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανία.

Greek Monotonic

φῐλοδοξία: ἡ, αγάπη για τιμές ή δόξα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

φῐλοδοξία, ἡ,
love of honour or glory, Polyb. [from φῐλόδοξος]