ανάδειξη
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek Monolingual
η (Α ἀνάδειξις) ἀναδεικνύω
εκλογή σε αξίωμα, ανακήρυξη, αναγόρευση
νεοελλ.
εξύψωση, προαγωγή, προβολή
αρχ.
1. τελετή επίσημης αναγνώρισης ή καθιέρωσης
2. παρουσίαση, εμφάνιση.