Κιτιεύς
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Cition.
Étymologie: Κίτιον.
Russian (Dvoretsky)
Κῐτιεύς: έως ὁ китиец, житель Кития Dem., Plut., Diog. L.