δραστοσύνη
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
v. δρηστοσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
δραστοσύνη: ἴδε ἐν λ. δρηστοσύνη.
Russian (Dvoretsky)
δραστοσύνη: эп.-ион. δρηστοσύνη (ῠ) ἡ служение, служба, работа Hom.