служение
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Russian > Greek
ὑπηρετική, λειτουργία, λῃτουργία, ὑπηρέτησις, λατρεία, δραστοσύνη, δρηστοσύνη, ὑπηρεσία