Θεσπρωτίς
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
French (Bailly abrégé)
ίδος
fém. de Θεσπρωτός.
English (Slater)
Θεσπρωτίς test., Strabo 7. 7. 10, p. 328. οἱ τραγικοί τε καὶ Πίνδαρος Θεσπρωτίδα εἰρήκασι τὴν Δωδώνην. ὕστερον δὲ ὑπὸ Μολοττοῖς ἐγένετο fr. 60.
Russian (Dvoretsky)
Θεσπρωτίς: ίδος ἡ Теспротида (прибрежная область в юго-зап. Эпире) Pind., Thuc.