Τίγρης
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
ητος (ὁ) :
c. Τίγρις.
Τίγρης: ητος ὁ Тигр (река в Месопотамии) Her., Xen.
ο, ΝΑ
ως κύριο όν. ο Τίγρης, -ητος
ποταμός της Μεσοποταμίας
νεοελλ.
βλ. τίγρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τίγρη].