σπάθησις
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
English (LSJ)
εως, ἡ, A striking the web with the σπάθη, Arist.Ph.243b6. II squandering, Suid.
German (Pape)
[Seite 915] ἡ, das Schlagen u. Dichtmachen des Gewebes mit der σπάθη, Arist. phys. ausc. 7, 2. – Das Verzetteln, Vergeuden, die Verschwendung, Suid.
Russian (Dvoretsky)
σπάθησις: εως (ᾰ) ἡ прибивание утка бердом Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σπάθησις: ἡ, τὸ πλήττειν τὸ ὕφασμα διὰ τῆς σπάθης, ἡ διὰ τῆς σπάθης πύκνωσις τοῦ ὑφάσματος, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4. ΙΙ. σπατάλη, Σουΐδ.· ἐντεῦθεν σπαθητής, οῦ, ὁ, Βυζ.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ σπαθῶ
μσν.
διασπάθιση, σπατάλη
αρχ.
το να χτυπά κανείς το ύφασμα με τη σπάθη για να γίνει πιο πυκνό.