νυκτοκλοπία
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοκλοπία: ἡ, κλοπὴ ἐν ὥρᾳ νυκτός, Χρήσμ. Σιβ. 3. 238.
Greek Monolingual
η (Α νυκτοκλοπία)
νυκτοκλοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -κλοπία (< -κλόπος < κλέπτω) πρβλ. λογοκλοπία].
German (Pape)
ἡ, nächtlicher Diebstahl, Orac.Sib.