Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
και τρυποχέρης και τρουποχέρης, -α, -ικο, Νεξαιρετικά σπάταλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + -χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτοχέρης].