πετριά

From LSJ
Revision as of 15:53, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. βολή, ρίψη πέτρας
2. η απόσταση στην οποία φτάνει η ρίψη πέτρας
3. χτύπημα, τραύμα από ρίψη πέτρας
4. υπαινιγμός («μού ριξε μια πετριά μπροστά στους άλλους»)
5. έμμονη ιδέα, ιδιοτροπία («έχει την πετριά της μεγαλοφυίας» — νομίζει ότι είναι μεγαλοφυής και συμπεριφέρεται ανάλογα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ιά (πρβλ. ξυλιά)].