πάτερο
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
Greek Monolingual
και πατερό, το
1. (οικοδ.) ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποτυπώδες δάπεδο σε βοηθητικούς χώρους μιας οικοδομής
2. ξύλινο μεγάλο δοκάρι το οποίο μαζί με άλλα υποβαστάζει το πάτωμα ή τη στέγη οικοδομήματος
3. φρ. «κολοκύθια στο πατερό» — λέγεται για ανόητα λόγια ή ανόητες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτος (Ι) + κατάλ. -ερό (πρβλ. τσαγερό)].