πιτσυλίζω

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, -άω, Ν
πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος του κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά τα συνηρημένα σε -άω, -ώ, ενώ ο τ. πιτσιλάω κατά τα νεοασυναίρετα σε -άω (πρβλ. κεντάω)].