πιτσυλίζω
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, -άω, Ν
πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος του κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά τα συνηρημένα σε -άω, -ώ, ενώ ο τ. πιτσιλάω κατά τα νεοασυναίρετα σε -άω (πρβλ. κεντάω)].