παίστρια
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, = παίκτρια, in der Überschrift des Ep. Crinag. 42 (VII, 6439.
Russian (Dvoretsky)
παίστρια: ἡ плясунья Anth.
Greek (Liddell-Scott)
παίστρια: ἡ, θηλ. οὐσιασ., ὀρχηστρίς, χορεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 2028.
Greek Monolingual
παίστρια, ἡ (Μ)
χορεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω (πρβλ. αόρ. ἔ-παισ-α) + επίθημα -τρια (πρβλ. γυμνάστρια)].