πορφυρόνωτος
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ον, purple-backed, φᾶρος Nonn.D.44.56.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «φᾶρος πορφυρόνωτον» — ένδυμα με πορφυρό χρώμα στην πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + νῶτον (πρβλ. ποικιλόνωτος)].