ρυθμιστήρας

From LSJ
Revision as of 16:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. διάταξη κατάλληλη για τη ρύθμιση της κανονικής λειτουργίας ενός τεχνικού συστήματος ή μηχανήματος, αλλ. ρυθμιστής («ο ρυθμιστήρας του λέβητα»)
2. στρ. όργανο χρησιμοποιούμενο στο πυροβολικό για τη ρύθμιση τών πυροσωλήνων τών οβίδων, προκειμένου αυτές να εκραγούν σε ορισμένη απόσταση και σε ορισμένο ύψος από τον στόχο τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμίζω + επίθημα -τήρας (πρβλ. ανεμισττήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ῥυθμιστήρ, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].