σακούλι
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος
2. βαλάντιο, πουγγί
3. παροιμ. «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» — δηλώνει ότι με κατάλληλη και συστηματική αποταμίευση συγκεντρώνεται με το πέρασμα του χρόνου ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. χερούλι)].