σκαλιστήρι
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το / σκαλιστήριον, ΝΑ
μικρού μεγέθους εργαλείο κατάλληλο για ελαφρά ανασκαφή του εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].