σουσαμένιος
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. σουσαμάτος
2. παρασκευασμένος με σουσάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. κριθαρένιος)].
-α, -ο, Ν
1. σουσαμάτος
2. παρασκευασμένος με σουσάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. κριθαρένιος)].