σουσαμάτος

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

-η, -ο / σησαμάτος, -η, -ον, ΝΜΑ
πασπαλισμένος με σουσάμι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σουσαμάτο
γλύκισμα από σουσάμι και μέλι ή ζάχαρη, αλλ. παστέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. -άτος (πρβλ. καρυδάτος)].