σπουδαστήριο
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
το, Ν
χώρος, αίθουσα για μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάζω + επίθημα -τήριο (πρβλ. δικαστήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Στ. Γκοσάνο].