τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
Αεπίρρ. από τη ρίζα, σύρριζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. γαίηθεν)].